μονοφυσιτισμός

μονοφυσιτισμός
Σημαντική κατεύθυνση της χριστιανικής σκέψης που εμφανίστηκε τον 5o και 6o αι.· υπάρχει και σήμερα σε μερικές ζώνες και έχει καταδικαστεί από την Εκκλησία ως αιρετική. Ιδρυτής του μ. υπήρξε ο Ευτυχής (γι’ αυτό λέγεται και Ευτυχιανισμός), ο οποίος υποστήριζε ότι στον Ιησού, δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, υπήρχε μια μόνη φύση, ανθρώπινη και θεία μαζί. Μια άλλη μορφή του μ., που λέγεται «λεκτική» (επειδή βασιζόταν κυρίως σε μια ασυμφωνία ορολογίας), προήλθε από το έργο του Σεβήρου Αντιοχείας (6ος αι.), ο οποίος, αναφερόμενος στις θέσεις του Κύριλλου, παραδεχόταν στον Ιησού μια μόνη φύση, αλλά εννοούμενη κατά καθαρά προσωπική, συγκεκριμένη και ανεξάρτητη έννοια, συνώνυμη της υπόστασης. Ο μ., ο οποίος δεν αντιπροσώπευε, κατά συνέπεια, ένα ομοιογενές ρεύμα σκέψης, αλλά περιελάμβανε διάφορες τάσεις, βρισκόταν στο κέντρο δογματικών ερίδων στις Συνόδους της Εφέσου (431) και της Χαλκηδόνας (451), κατά τις οποίες καταδικάστηκε ο Ευτυχής και καθορίστηκε το ορθόδοξο δόγμα, σύμφωνα με το οποίο ο Ιησούς υφίσταται σε ένα μόνο πρόσωπο και δύο φύσεις, την ανθρώπινη και τη θεία («διακεκριμένες και μη διηρημένες, ενωμένες και μη συγχεόμενες»). Ο μ., που διαδόθηκε κυρίως στις ανατολικές επαρχίες του Βυζαντινού κράτους (Συρία, Παλαιστίνη, Αίγυπτο), δημιούργησε σοβαρά προβλήματα στο Βυζάντιο, που έγιναν οξύτερα εξαιτίας της αδιαλλαξίας με την οποία ορισμένοι αυτοκράτορες αντιμετώπισαν το κίνημα. Η αδιαλλαξία αυτή του επίσημου κράτους αύξησε τη δυσαρέσκεια των ανατολικών πληθυσμών, που πιέζονταν και από τη σκληρή οικονομική πολιτική του Βυζαντίου, και συντέλεσε στην εύκολη κατάκτηση των ανατολικών επαρχιών από τους Άραβες. Ο μ. επέζησε στη διδασκαλία πολυάριθμων αιρέσεων και Εκκλησιών, μερικές από τις oποίες υπάρχουν ακόμα και σήμερα· τέτοιες είναι η κοπτική Εκκλησία, η ιακωβιτική Εκκλησία της Συρίας και του Ιράκ (οι λεγόμενοι Συρορθόδοξοι χριστιανοί) και η αρμενική Εκκλησία. O μονοφυσιτισμός είναι κυρίως διαδεδομένος στην Αίγυπτο, Αιθιοπία και Αρμενία. Οι Αιγύπτιοι μονοφυσίτες (Κόπτες) υιοθέτησαν γραφή με βάση το ελληνικό αλφάβητο. Η κοπτική γλώσσα, που σήμερα είναι νεκρή, υπάρχει στα εκκλησιαστικά κείμενα. Στη φωτογραφία, κοπτικό θρησκευτικό βιβλίο του 9ου-10ου αι.
* * *
ο
θεολ. αιρετική διδασκαλία, σύμφωνα με την οποία στο πρόσωπο τού Χριστού, κατά την ενανθρώπηση, η θεία και η ανθρώπινη φύση ενώθηκαν σε μία, η οποία προέκυψε από τη σύγκραση τής πεπερασμένης ανθρώπινης φύσης με την άπειρη θεία φύση τού Υιού και Λόγου τού Θεού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λέξη, πρβλ. γαλλ. monophysitisme (< μονοφυσίτης + -ισμός*). Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στον Κ. Κοντογόνη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μονοφυσιτισμός — ο θρησκευτική διδασκαλία που δέχεται μόνο τη μια φύση του Χριστού, τη θεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηράκλειος — I Όνομα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. 1. Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (610 641 μ.Χ.), η βασιλεία του οποίου αποτέλεσε σταθμό για τη βυζαντινή ιστορία. Τα μεγάλα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει ο Η. ήταν εξωτερικά (η περσική απειλή από τα Α και η …   Dictionary of Greek

  • αίρεση — Αρχικά ο όρος α. είχε φιλοσοφική και πολιτική σημασία και σήμαινε την προτίμηση που μπορούσε να έχει κανείς για μια ορισμένη φιλοσοφική διδασκαλία. Στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει μια φιλοσοφική σχολή, μια ομάδα ή κόμμα πολιτικό,… …   Dictionary of Greek

  • διαφορά — Η έλλειψη ομοιότητας ή ισότητας ανάμεσα σε πρόσωπα ή πράγματα· η διαφωνία. (Μαθημ.) H μονοσήμαντη λύση της εξίσωσης α + x = β, για κάθε ζεύγος (β,α) πραγματικών αριθμών. Η λύση αυτή ονομάζεται δ. β πλην α και συμβολίζεται με (β – α). Η… …   Dictionary of Greek

  • ευτυχής — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Υπήρξε μαθητής του Ιωάννη του Θεολόγου. Η μνήμη του τιμάται στις 24 Αυγούστου. 2. Επίσκοπος Μελιτινής. Η μνήμη του τιμάται στις 28 Μαΐου. II (Κωνσταντινούπολη 378 – 454; μ.Χ.). Ιδρυτής της αίρεσης… …   Dictionary of Greek

  • θεοδόσιος — I Όνομα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. 1. Θ. ο Μέγας (Ισπανία 346 – Μιλάνο 395). Αυτοκράτορας της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (379 395) και μετά το 388 και της Δυτικής. Στην Ανατολή διαδέχθηκε τον Βαλέντιο –που βρήκε τραγικό τέλος στην… …   Dictionary of Greek

  • κυρός — I (τέλη 7ου – αρχές 8ου αι. μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (706−711). Αναγορεύτηκε πατριάρχης από τον Ιουστινιανό Β’, μετά τη δεύτερη εξορία του οποίου ο αυτοκρατορικός θρόνος περιήλθε στον Αρμένιο Φιλιππικό. Ο τελευταίος, αιρετικός… …   Dictionary of Greek

  • κύρος — I (τέλη 7ου – αρχές 8ου αι. μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (706−711). Αναγορεύτηκε πατριάρχης από τον Ιουστινιανό Β’, μετά τη δεύτερη εξορία του οποίου ο αυτοκρατορικός θρόνος περιήλθε στον Αρμένιο Φιλιππικό. Ο τελευταίος, αιρετικός… …   Dictionary of Greek

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

  • νεστόριος — (Γερμανίκεια, Συρία ; – 451). Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης (428 432). Ο Ν., ενώ εγκαινίασε την πατριαρχική του σταδιοδρομία με πνεύμα αυστηρά ορθόδοξο και διαθέσεις εχθρικές κατά των αιρετικών, λίγο μετά την ανάρρησή του στον πατριαρχικό θρόνο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”